- κόρυξ
- κόρυξ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νεανίσκος».[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλο παρ. τού κόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek